- ανήκουστος
- -η, -ο (AM ἀνήκουστος, -ον)πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερόςαρχ.1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστονπαρακοή, απείθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνήκουστος — not to be heard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήκουστος — η, ο αυτός που δεν έχει ακουστεί ως τώρα, πρωτάκουστος, απίστευτος: Ανήκουστη υπήρξε η βαρβαρότητα των χιτλερικών προς τους Εβραίους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνηκούστως — ἀνήκουστος not to be heard adverbial ἀνήκουστος not to be heard masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκουστον — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem acc sg ἀνήκουστος not to be heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστοις — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστου — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστους — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστων — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστῳ — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκουστα — ἀνήκουστος not to be heard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)